αμακάριστος

αμακάριστος
η , ο [ος , ον ]
1) которого нельзя назвать счастливым; 2) похороненный без соблюдения религиозного обряда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμακάριστος" в других словарях:

  • αμακάριστος — η, ο 1. αυτός που θάφτηκε χωρίς την κανονική νεκρώσιμη ακολουθία: Πήγε ο άμοιρος αμακάριστος. 2. αυτός που δεν του γίνεται μνημόσυνο: Δεν είναι που χάθηκε στην ξενιτιά, αλλά που κι εδώ μένει αμακάριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμακάριστος — η, ο [μακαριστός] 1. αυτός που δεν μακαρίστηκε ή δεν είναι άξιος μακαρισμού 2. αυτός που θάφτηκε άψαλτος, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»